αελπτώ

αελπτώ
ἀελπτῶ (-έω) (Α) [ἄελπτος]
(μόνο στη μτχ.) δεν έχω ελπίδα, απελπίζομαι, απογοητεύομαι, βρίσκομαι σε απόγνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀελπτῶ — ἀελπτέω have no hope pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀελπτέω have no hope pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτω — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτῳ — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”